σουρλουλού

σουρλουλού
η, Ν
1. γυναίκα που τής αρέσει να γυρίζει στους δρόμους
2. συνεκδ. γυναίκα με επιλήψιμη ηθική και διαγωγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σουρλουλού — η γυναίκα όχι αυστηρών ηθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”